- αρθροκηδής
- ἀρθροκηδής (-οῡς), -ές (Α)ενοχλητικός στις αρθρώσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρον + -κηδής < κήδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρθροκηδέσιν — ἀρθροκηδής limb distressing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήδος — κῆδος, εος, τὸ (ΑΜ Α δωρ. τ. κᾱδος) κηδεστία, συγγένεια λόγω γάμου («βασιλέως ἄρρενε παῑδε σφίσιν ἔπεσθον τὰ κήδη τιμῶντες», Θ. Μετοχ.) αρχ. 1. φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι («τῶν δ ἄλλων οὐ κῆδος», Ομ. Οδ.) 2. θλίψη, ανησυχία,… … Dictionary of Greek